Ένα κακό που έχει το πρωινό commute στη δουλειά είναι ότι το μυαλό φεύγει και πετάει, ειδικά αν δεν έχεις μαζί κάτι να διαβάζεις ή κάτι να ακούς.
Σήμερα το μυαλό μου πήγε για κάποιο λόγο στη λέξη καρμπόν. Α θυμήθηκα το λόγο, σκεφτόμουν ότι οι ολλανδικές πόλεις είναι καρμπόν, εδώ η παλιά εκκλησία (άουντε κερκ), εδώ η μεγάλη αγορά (χρότε μαρκτ), εδώ μερικά κανάλια με πάπιες, εδώ τα σπίτια, τέλος. Καρμπόν.
Μετά σκέφτηκα ότι από τότε που είδα τελευταία φορά καρμπόν πρέπει να έχει περάσει καμια δεκαπενταετία. Πού πάνε τα χρόνια κλπ. Αν πεις σε κάποιο παιδί καρμπόν ίσως και να μην ξέρει τι είναι ή ίσως να το ξέρει και να μην το έχει δει. Άμα του πεις κόπι πέιστ θα καταλάβει.
Μετά θυμήθηκα την πρώτη ίσως φορά που είδα καρμπόν. Ήμουν πολύ μικρός, δεν ξέρω πόσο, αλλά το θυμάμαι, το θυμήθηκα στο λεωφορείο και συγκινήθηκα. Ήμουν με τον πατέρα μου, είχαμε πάει στο προπατζήδικο στη γειτονιά. Νομίζω πήραμε μερικά δελτία προ πο σπίτι ή τα συμπληρώσαμε εκεί δε θυμάμαι, μάλλον σπίτι το πιο πιθανόν. Είχε και καρμπόν. Δε θυμάμαι πώς έμοιαζε αλλά έδινες το ένα στο προ-πο και κράταγες ένα αντίγραφο εσύ, ένα φύλλο άσπρο και ένα κίτρινο (ή το μπερδεύω με τα δελτία παροχής υπηρεσιών).
Και αφού συμπληρώσαμε τους άσσους τα διπλά και τα χι λέω του μπαμπά μου «να συμπληρώσω και τη νικήτρια στήλη ε». Και μου λέει κάτι του στυλ «α ωραία θα ήταν να την ξέραμε θα κερδίζαμε κιόλας». Εγώ βλέπεις νόμιζα, μην έχοντας ξανασυμπληρώσει δελτίο προ-πο, ότι απλά γράφεις ξανά στη στήλη το αποτέλεσμα…